Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Η Αλήθεια για την Εκκλησιαστική περιουσία....Α! ΜΕΡΟΣ

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς Καλλίνικου

 Α! ΜΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΛΙΟ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ: Η Αλήθεια για την Εκκλησιαστική περιουσία

Θέμα επικαιρότητος η εκκλησιαστική περιουσία. Εγράφησαν και γράφονται πολλά μη αληθή, συχνά δε και τελείως συκοφαντικά και κακόβουλα. Ποια είναι η αλήθεια επί του θέματος αυτού; Χρειάζεται μια αντικειμενική και ειλικρινής πληροφόρηση του Ελληνικού Λαού για να μην πέσει θύμα εσφαλμένων πληροφοριών. Και αυτό θα επιχειρήσουμε στις γραμμές που θα ακολουθήσουν.

 

1. Πρέπει να έχει περιουσία η Εκκλησία;

Θα ήθελα πρώτα να απαντήσω στο ερώτημα που πολλοί θέτουν: Πρέπει να έχει περιουσία η Εκκλησία; Της χρειάζονται υλικά μέσα; Η Εκκλησία δεν είναι ένας από τους πολλούς οργανισμούς που υπάρχουν στην κοινωνία, πολλώ μάλλον δεν είναι από τα εξαρτήματα της κρατικής μηχανής, ούτε δημόσια υπηρεσία. Η Εκκλησία είναι η συνέχεια του έργου του ενανθρωπήσαντος Λυτρωτού πάνω στη γη. Είναι η  αισθητή παρουσία του Θεού μέσα στον κόσμο. Είναι η Κιβωτός της σωτηρίας των ανθρώπων. Είναι η Βασιλεία του Θεού που ξεκινάει εδώ στη Γη και επεκτείνεται στους Ουρανούς. Είναι το «Σώμα του Χριστού» και ο «Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας». Και όπως ο Κύριος είναι Θεός και άνθρωπος, έτσι και η Εκκλησίας Του έχει θεανθρώπινο χαρακτήρα. Κυβερνάται από το Άγιο Πνεύμα, υπηρετείται όμως από ανθρώπους. Υπάρχει για τους ανθρώπους και σκοπό έχει την μετάδοση στον λαό του Θεού των αληθειών που αποκάλυψε ο Κύριος και την εν Χριστώ σωτηρία του κόσμου. Όλοι, Κλήρος και Λαός, είμεθα το πλήρωμα της Εκκλησίας, το Σώμα της Εκκλησίας. Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος εξασφαλίζεται δια του Μυστηρίου της Ιεροσύνης, και η αδιάκοπη αποστολική διαδοχή δια της επισκοπικής τιμής. Ο Κλήρος (Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι), έχουν το προνόμιο της διακονίας του λαού του Θεού. Έργον τους είναι η μετάδοση στο λαό του μηνύματος του Ευαγγελίου, η πληροφόρηση του γύρω από τις αλήθειες που αποκάλυψε ο ενανθρωπήσας Λυτρωτής και η μετάδοση στο λαό, δια των Μυστηρίων, των δωρεών της σωτηρίας που απέρρευσαν από την Ενανθρώπηση, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Η Εκκλησία στη Γη λέγεται «στρατευομένη» γιατί βρίσκεται σε συνεχή πάλη με το κακό. Θεανθρώπινος, λοιπόν, Οργανισμός η Εκκλησία. Με αποστολή σωτήρια για τον κόσμο. Για να κάνει όμως το μεγάλο έργο της η Εκκλησία έχει ανάγκη και υλικών μέσων. Τη χάρη του Αγίου Πνεύματος τη λαμβάνομε δωρεάν, η οργάνωση όμως της στρατευομένης Εκκλησίας έχει ανάγκη και υλικών μέσων. Χρειάζεται κτήρια για Ναούς, για Μοναστήρια, για αίθουσες κηρυγμάτων, για Ιδρύματα, για Πνευματικά Κέντρα. Έχει ανάγκη χρημάτων, για αν εκδίδει περιοδικά, εφημερίδες, βιβλία, για να συντηρεί υπαλλήλους, για να δύναται ανέτως να μεταδίδει το μήνυμα της σωτηρίας στο λαό. Και οι διακονούντες μέσα στην Εκκλησία Κληρικοί, Μοναχοί, Μοναχές και άλλοι πνευματικοί της εργάτες, όσο και αν πρέπει να ζουν πτωχά και λιτά, όμως σαν άνθρωποι, έχουν ανάγκη φαγητού, κατοικίας, ενδυμάτων, θερμάνσεως, φαρμάκων κ.λπ. Εντεύθεν συνάγεται  το συμπέρασμα ότι δεν μπορεί η Εκκλησία, να επιτελεί ελεύθερα και απρόσκοπτα το πνευματικό της έργο στον κόσμο, όταν στερείται υλικών μέσων. Δεν δικαιούνται μεν να είναι πλούσιοι οι υπηρετούντες την Εκκλησία Κληρικοί παντός βαθμού, όμως η Εκκλησία δικαιούται να έχει πόρους υλικούς, δια να καλύπτει τις ανάγκες του έργου της. Είμεθα υπέρ της ιδέας των πτωχών Κληρικών, αλλά της πλούσιας Εκκλησίας, για να μπορεί χωρίς εξαρτήσεις και χωρίς την ανάγκη επαιτείας να επιτελεί το ποιμαντικό, εξανθρωπιστικό, εξημερωτικό, ανθρωποπλαστικό, λυτρωτικό και κοσμοσωτήριο έργο της. Η εκ του κράτους οικονομική εξάρτηση της Εκκλησίας είναι ζημιογόνος. Θα πρέπει να έχει μόνη της αυτάρκη οικονομία, να έχει πόρους οικονομικούς, ώστε να μην έχει την ανάγκη της επαιτείας. Το αξίωμα ότι για αν είσαι ελεύθερος δεν πρέπει να έχεις οικονομική εξάρτηση από άλλους, ισχύει πολύ περισσότερο για την Εκκλησία.


2. Η οικονομική εξάρτηση από το κράτος είναι βλαπτική.

Στον Ελλαδικό χώρο, όπως έχουν διαμορφωθεί οι συνθήκες, η Εκκλησία, δυστυχώς, έχει μεγάλη οικονομική εξάρτηση από το Κράτος. Η κατάσταση αυτή είναι βλαπτική για το κύρος της και τροχοπέδη για την εξάπλωση του έργου της. Αλλά και οι σχέσεις της Εκκλησίας και του Κράτους, στον Ελλαδικό χώρο, δεν είναι ενδεδειγμένες. Γιατί ναι μεν η Εκκλησία είναι συνυφασμένη με την ψυχή του έθνους, αφού αυτή το διαφύλαξε αλώβητο επί εκατοντάδες χρόνια δουλείας, όμως το σύστημα της Νόμω κρατούσης Πολιτείας, που επιθυμεί πάντα το Κράτος, είναι όχι μόνο απλώς αντίθετη προς το πνεύμα και το γράμμα των Ιερών Κανόνων, που είναι το πηδάλιο της Εκκλησίας, αλλά αφάνταστα βλαπτική για την ανεξαρτησία της, συγχρόνως δε προσβλητική και ταπεινωτική για το κύρος της. Και τούτο γιατί, όπως τονίσαμε, δεν είναι η Εκκλησία ένας πολιτειακός οργανισμός, ούτε εξάρτημα της κρατικής μηχανής. Δεν είναι θεραπαινίδα του κράτους, ούτε είναι επιτρεπτό ο Καίσαρ να νομοθετεί για τον Θεόν. Το να περιβάλλει με την ισχύν Νόμων του Κράτους αποφάσεις της Εκκλησίας και να επιδεικνύει έτσι προστασίαν της Μητρός Εκκλησίας, είναι νοητό. Να νομοθετεί, όμως, το Κράτος εν αγνοία της Εκκλησίας είναι αδιανόητο προς του Ιερούς Κανόνας. Η Εκκλησία, στον τόπο αυτό, προϋπήρξε της Πολιτείας. Και είναι αυτή που συντέλεσε τα μέγιστα, στο να υπάρχει σήμερα ελεύθερο το Ελληνικό Κράτος. Και τούτο το πέτυχε με θυσίες και αίμα. Έφθασε κάποτε να πωλήσει ακόμη και τα κανδήλια της, για να βοηθήσει στον αγώνα για την απελευθέρωση του Έθνους. Είναι συνυφασμένη η Εκκλησία με την ψυχή του Έθνους και λόγω των προσφορών της, δικαιούται της προστασίας του Ορθόδοξου Ελληνικού Κράτους. Το μεν Κράτος, λοιπόν, έχει την υποχρέωση να προστατεύει την Εκκλησία και να την βοηθεί, να την συντρέχει στις ανάγκες της και να της εξασφαλίζει ελευθέρα διαβίωση και ελευθέρα και απρόσκοπτη εξάσκηση του ποιμαντικού έργου της. Η  Εκκλησία δε οφείλει πάντοτε να ποδηγετεί το Έθνος και να του εμπνέει τις Ορθόδοξες Χριστιανικές και Ελληνικές παραδόσεις μας, με τις οποίες επιζήσαμε δια μέσου των αιώνων. Εν τούτοις, αυτή η οικονομική εξάρτηση της Εκκλησίας από το Κράτος έχει την εξήγηση της, που πρέπει να γίνει γνωστή ευρύτερα, έστω και αν όλες οι πλευρές της ιστορίας δεν είναι ευχάριστες. Όμως η γνώση των βαθύτερων αιτιών της σημερινής οικονομικής δυσπραγίας της Εκκλησίας, ρίπτει πολύ φως στο πρόβλημα της εκκλησιαστικής περιουσίας.


3. Η Εκκλησία εστερήθη του πλείστου μέρους της περιουσίας της.

Η Εκκλησία με τη σύσταση του νέου Ελληνικού Κράτους, βρέθηκε όντως με τεράστια περιουσία. Και θα ημπορούσε με την περιουσία αυτή να έχει πλήρη και απόλυτη αυτάρκεια και να έρχεται αρωγός πάντοτε στο Κράτος σε έργα κοινωνικής πρόνοιας. Η περιουσία όμως αυτή χάθηκε δια παντός για την Εκκλησία. Οι λόγοι είναι οι εξής: Πρώτον, η ίδια η Εκκλησία ως φιλόστοργη Μητέρα, αγκάλιασε πάντοτε τις ανάγκες των παιδιών της και εμοίρασε αφειδώς χιλιάδες στρέμματα για την αποκατάσταση ακτημόνων και των εκ Μικράς Ασίας προσφύγων. Δεύτερον, επι 160 χρόνια το ελευθεροθέν με το αίμα της Εκκλησίας Ελληνικόν Κράτος, την καταλήστευσε κυριολεκτικώς. Θα αναφέρουμε ορισμένα ιστορικά ντοκουμέντα, που θα βεβαιώσουν του λόγου το αληθές: το 1833 με Β. Διάταγμα διελύθησαν 412 μοναστήρια, πολλά εκ των οποίων είχαν συντελέσει με τον αγώνα τους στην απελευθέρωση της Πατρίδας. Ήταν  το «ευχαριστώ» του Έθνους για τις θυσίες του ράσου. Οι περιουσίες των Μοναστηριών αυτών περιήλθαν στο Κράτος. Τα ¾ της τεράστιας τότε εκκλησιαστικής περιουσίας περιήλθε το 1834 στη διαχείριση του Κράτους, με σκοπό τα εκ της περιουσίας χρήματα, να εξασφαλίσουν την αξιοπρεπή συντήρηση του Ιερού Κλήρου και αν προσπορίσουν στην Εκκλησία άνετους οικονομικούς πόρους για την ανάπτυξη του ποιμαντικού, κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου της. Τίποτα όμως απολύτως από όλα αυτά δεν έγινε. Η περιουσία και τα χρήματα ηρπάγησαν υπό του Κράτους και εχάθησαν δια παντός για την Εκκλησία. Και ιδού η συνέχεις: το 1834 με το Β. Διάταγμα δημιουργείται εκ της περιουσίας αυτής το Εκκλησιαστικόν Ταμείον, ως «Ανεξάρτητον Ειδικόν Ταμείον υπό την Διεύθυνσιν 5μελούς Επιτροπείας», που σκοπός του ήταν «τα εκκλησιαστικά και η εκπαίδευσις». Την 1η Ιουλίου 1838, με άλλο Β. Διάταγμα διαλύεται η «Διευθύνουσα Επιτροπή» και υπάγεται το Ταμείο στην επί των «Εκκλησιστικών Γραμματείαν». Μετά πενταετία, με νέο Β. Διάταγμα της 29ης Απριλίου 1843, μεταβιβάζεται όλη αυτή η τεράστια εκκλησιαστική περιουσία στο Υπουργείο Οικονομικών με τη δικαιολογία ότι το κράτος και δη η «Επί των Οικονομικών Γραμματεία», θα αξιοποιούσε καλύτερα την περιουσία αυτή, με μοναδικό πάντοτε σκοπό, όπως έλεγαν, «δια την βελτίωσιν του Ιερού Κλήρου και την Εκπαίδευσιν». Δεν πέρασαν όμως περισσότερα από 10 χρόνια και οι υποσχέσεις της Πολιτείας λησμονήθηκαν τελείως. Η τεράστια αυτή εκκλησιαστική περιουσία, συγχωνεύθηκε με την περιουσία του Δημοσίου και χάθηκαν εντελώς τα ίχνη της. Οι δικαιολογίες της αρπαγής της λησμονήθηκαν. Οι υποσχέσεις της Πολιτείας προς την Εκκλησία, ότι παίρνει την περιουσία για να την αξιοποιήσει προς όφελος της Εκκλησίας, για μίαν αξιοπρεπή, όπως έλεγαν, συντήρηση του Κλήρου και την «βελτίωση των Εκκλησιαστικών», αθετήθηκε. Όλοι εκείνοι οι οραματισμοί των αγνών αγωνιστών του 1821 που ήθελαν την Εκκλησία ανεξάρτητη οικονομικώς, με την υπό του νεοσυσταθέντος Ελληνικού Κράτους αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, διαψεύσθηκαν. Αναφέρουμε, ενδεικτικώς, μερικά τέτοια ιστορικά στοιχεία: Η Δ΄ στο Άργος Εθνοσυνέλευση, είχε αποφασίσει την σύσταση «Γαζοφυλακείου», δηλαδή Εκκλησιαστικού ταμείου, από τα εισοδήματα της εκκλησιαστικής περιουσίας, «προσδιορισμένα εις βελτίωσιν του Κλήρου» και «βελτίωσιν των Εκκλησιαστικών». Και ο Καποδίστριας, αγαπών πραγματικά την Εκκλησίαν, σε Εγκύκλιο του προς τους τότε Ιεράρχες έλεγε ότι θέλει να αξιοποιηθεί η εκκλησιαστική περιουσία και «να συνέλευση εις τον σκοπό του Έθνους και της Κυβερνήσεως, όστις είναι η βελτίωση του Κλήρου, η Εκκλησιαστική ευνομία και ευταξία και επάρκεια των αναγκαίων εις τους Λειτουργούς του Θεού, ίνα σχολάζοντες των βιωτικών μεριμνών ενασχολώνται επιμελέστερον περί την υπηρεσίαν των Θείων και την των ψυχών παιδαγωγίαν και προστασίαν». Όλοι αυτοί οι αγνοί οραματισμοί πήγαν περίπατο από τις υπόλοιπες Ελληνικές Κυβερνήσεις. Η διαρπαγείσα το 1834 τεράστια εκκλησιαστική περιουσία λησμονήθηκε τελείως, συγχωνευθείσα με την του Δημοσίου. Τα διαλυθέντα Μοναστήρια ερημώθηκαν και κατέρρευσαν.  Οι Μοναχοί και οι Μοναχές τους γύριζαν στους δρόμους ρακένδυτοι και επαιτούντες. Οι ιστορικές περιγραφές του τρόπου διαρπαγής υπό του Κράτους των ¾ της τότε εκκλησιαστικής περιουσίας και ο τρόπος της λαφυραγωγήσεως των Μοναστηρίων υπό των τότε υπαλλήλων του Κράτους είναι φρικιαστικές και ελάχιστα κολακευτικές. Αλλά εκφεύγουν της παρούσης μελέτης. Τούτο μόνον τώρα αναφέρομεν, ότι το Ελληνικόν Κράτος υπήρξε πάντοτε αγνώμον, πολλές φορές δε ληστρικόν προς την αιματοβαμμένη, χάριν αυτού Ορθόδοξη Εκκλησία. Ουδέποτε ετήρησε το λόγο και τις υποσχέσεις του. Πάντοτε αθετούσα τα όσα εγγράφως προς την Εκκλησία υπέσχετο. Και πολύ γρήγορα λησμόνησε τις προσφορές και θυσίες της Εκκλησίας για το Έθνος. Το 1920 ο τότε Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης, προσπάθησε να φέρει το θέμα της διαρπαγείσης από το Κράτος εκκλησιαστικής περιουσίας στην επιφάνεια και εζήτησε στοιχεία για το που πήγαν τα εισοδήματα του εκ της εκκλησιαστικής περιουσίας συσταθέντος Ταμείου. Η τότε κυβέρνηση, δια του αρμοδίου υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, απάντησε ότι η πυρκαγιά που ξέσπασε στο Υπουργείο κατέστρεψε τα κτηματολόγια της εκκλησιαστικής περιουσίας, όπως και τα πρωτόκολλα και κάθε στοιχείο και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να δοθεί απάντηση.


4. Πως αρπάχθηκε η περιουσία της Μονής Αγίου Σπυρίδωνος Πειραιώς

Τότε χάθηκε δια παντός και η περιουσία που είχε στον Πειραιά η Ιερά Μονή του Αγίου Σπυρίδωνος. Το κέντρο του Πειραιά και το πλείστον της Καλλιπόλεως, ήταν περιουσία της Ιεράς Μονής του Αγίου Σπυρίδωνος, που βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα ο ομώνυμος Ιερός ναός. Η Ιερά Μονή με το Β.Δ. του 1833 διελύθη και όλη την περιουσία της την πήρε το Κράτος. Και άλλη μεν έδωσε στον νεοσυσταθέντα Δήμο Πειραιώς, άλλη στο Δημόσιο και άλλη πούλησε ή χορήγησε σε ιδιώτες. Και σήμερα η μεν Εκκλησία στον Πειραιά δεν έχει ούτε σπιθαμή εδάφους, πλην των κτηρίων των Ιερών Ναών, ούτε ένα οικόπεδο για αν οικοδομήσει ένας Πνευματικό Κέντρο και να διευκολυνθεί στην ανάπτυξη του ποιμαντικού έργου της, ο δε Δήμος και το Δημόσιο έχουν πάμπολλα κτήρια και οικόπεδα, που άνηκαν όλα ανεξαιρέτως στην Εκκλησία. Αυτή είναι η θλιβερή πραγματικότητα.


5. Ατελείωτος κατάλογος των εν συνεχεία αρπαγών και παραχωρήσεων.

Ο κατάλογος των αρπαγών της εκκλησιαστικής περιουσίας υπό του Κράτους και των εκουσίων προσφορών υπό της ιδίας της Εκκλησίας εκατοντάδων χιλιάδων στρεμμάτων για τν κάλυψη κοινωνικών αναγκών, συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Από το 1925 έως και το 1935 έγινε σειρά αναγκαστικών απαλλοτριώσεων εκκλησιαστικών κτημάτων. Κάθε φορά το Κράτος εύρισκε κάποια δικαιολογία, κάποιο άλλοθι. Απαλλοτριώθηκαν στην περίοδο αυτή 613.780 στρέμματα, αποζημιώθηκαν μόνο τα 57.325 στρέμματα. Και τα τετρακόσια εκατομμύρια δραχμές που είχε προπολεμικώς η Εκκλησία καταθέσει στην Τράπεζα από εκποιήσεις κτημάτων, χάθηκαν και εξανεμείσθηκαν με το Νόμο 18/1944. Το 1952 έγινε νέα μεγάλη παραχώρηση κτημάτων υπό της Εκκλησίας, για την ικανοποίηση ακτημόνων καλλιεργητών. Το Κράτος τότε ανέλαβε την υποχρέωση να παραχωρήσει στην Εκκλησία, εις αντάλλαγμα, αστικά ακίνητα. Αλλά στην περίπτωση αυτή δε σεβάστηκε την υπογραφή του. Δεν παρέδωσε όλα όσα είχαν συμφωνηθεί. Προέβη δε τότε το Κράτος σε μια κατηγορηματική δήλωση, ότι εξαντλείται πλέον κάθε άλλη απαίτηση του από την εναπομείνασα εκκλησιαστική περιουσία. Αλλά, ιδού ότι και πάλι πανηγυρικότατα αθετεί τη δήλωση και την υπογραφή του αυτή. Πως, λοιπόν, μπορεί η Εκκλησία να έχει εμπιστοσύνη σε νέα υπόσχεση του Κράτους; Οι Κυβερνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη και ό,τι υποσχεθεί στην Εκκλησία η προηγούμενη Κυβέρνηση το αθετεί η επόμενη. Κατόπιν της εξιστορήσεως των γεγονότων που αναφέραμε, πρέπει να είναι κανείς πολύ αφελής για να δώσει εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις της Πολιτείας. Είναι, δυστυχώς, χαρακτηριστικό της νοοτροπίας ημών των Ελλήνων να αθετούμε τις υποσχέσεις μας. Και σήμερα δεν αμφιβάλλουμε για τις αγαθές προθέσεις προς την Εκκλησία του αυριανού και μεθαυριανού Υπουργού Παιδείας. Και για αν κλείσουμε την παράγραφο αυτή για τις ατελείωτες προσφορές κτημάτων υπό της Εκκλησίας, επιγραμματικά αναφέρουμε ότι, όπου Νοσοκομείο, Σχολείο, Ίδρυμα, Κρατική Υπηρεσία, είναι κτισμένο κατά το πλείστον επί εκκλησιαστικού οικοπέδου, είτε εκ της τεράστιας εκκλησιαστικής περιουσίας, που ηρπάγη το 1834 και εχάθηκαν τα ίχνη της, είτε μεταγενεστέρων προσφορών της Εκκλησίας. Είναι χιλιάδες οι περιπτώσεις που έχουν πλέον ξεχαστεί. Ενδεικτικώς αναφέρουμε μόνον, ότι σε εκτάσεις που πρεχώρησε η Εκκλησία δωρεάν στην περιφέρεια Αττικής, είναι κτισμένα τα Νοσοκομεία: Ευαγγελισμός, Αιγινήτειο, Ιπποκράτειο, Σωτηρία, Συγγρού, Παίδων, Ασκληπιείον Βούλας, Σανατόριων Πεντέλης. Επίσης επί του οικοπέδου προσφερθέντος υπό την Εκκλησίας έχουν κτισθεί η Μαράσλειος Ακαδημία, η Γεννάδιος βιβλιοθήκη, ο Ναύσταθμος του Πολεμικού ναυτικού, ο τεράστιος χώρος που είναι τώρα πάρκο και βρίσκεται το άγαλμα του Βενιζέλου, το Νεκροταφείο Κηφισίας, η Ριζάρειος Σχολή ( η παλαιά), το Νοσηλευτικό Ίδρυμα ΜΤΣ, η Ακαδημία Αθηνών, το Πολυτεχνείο, η Εταιρεία Σκοποβολής, η Ελεήμων Εταιρεία, η Αγγλική και Αμερικάνικη Αρχαιολογική Σχολή, το Γυμναστήριο Αμαρουσίου, οι Σχολές Χωροφυλακής, που ήταν η Γερμάνειος Ιερατική Σχολή και πλείστα όσα άλλα κρατικά και ευαγή Ιδρύματα. Οι εκτάσεις δε που τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν παραχωρήσει στο Κράτος και σε Δήμους και Κοινότητες διάφορες Μητροπόλεις για την ανέγερση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα Νοσοκομείων, Σχολείων, Γυμναστηρίων, Πολιτιστικών Κέντρων κ.λπ., αν μνημονευόταν αναλυτικά θα αποτελούσαν τόμο ογκωδέστατο, που είναι αδύνατο να δημοσιευθεί. Όλα όμως λησμονούνται την επόμενη της παραχωρήσεως και μένει πάντοτε η Εκκλησία ανυπεράσπιστη στην λυσσαλέα κατασυκοφάντηση διαφόρων δημοσιογράφων και στην άγνοια του λαού.


6. Τα παραχωρηθέντα σπάνια πήγαν σε χέρια ακτημόνων.

Είναι μια πικρή αλήθεια, που δεν πρέπει να παρασιωπηθεί. Τα κατά καιρούς παραχωρηθέντα η αρπαγέντα εκκλησιαστικά κτήματα δεν πήγαν πάντοτε σε χέρια πτωχών ακτημόνων. Δεν εξυπηρέτησαν πάντοτε φιλανθρωπικούς και κοινωνικούς σκοπούς. Υπάρχουν περιπτώσεις που τα κατέχουν σήμερα άνθρωποι κερδαίνοντες και πλουτούντες. Γι’ αυτό και γεννάται το ερώτημα: Ποιοι ακτήμονες θα πάρουν τα εκκλησιαστικά οικόπεδα της Βουλιαγμένης; Και τελικά ποιες κοινωνικές ανάγκες θα καλύψουν, εάν τελικώς τα πάρει το Κράτος; Για τις περιπτώσεις που τα εκκλησιαστικά κτήματα διετέθησαν για την ανέγερση Νοσοκομείων η Ευαγών Ιδρυμάτων η τα πήραν ακτήμονες και πτωχοί αγρότες η Εκκλησία δεν έχει παράπονο, αλλά χαρά, έστω και αν αυτή έμεινε πτωχή και έγινε επαίτης του κρατικού ταμείου.

Συνεχίζεται.....

Από το βιβλίο: «Η ΑΛΗΘΕΙΑ για την εκκλησιαστική Περιουσία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς Καλλίνικου που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1986 εκ του τυπογραφείου της Αποστολικής Διακονίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου